-
1 δυσις
1) заход, закат(ἄστρων δύσεις Aesch., Arst.; δ. τε καὴ ἀνατολέ ἡλίου Plat.)
2) (тж. τὸ πρὸς δύσει μέρος Polyb.) западπρὸς (ἡλίου) δύσιν Thuc., Arst. и πρὸς τὰς δύσεις Polyb. — на запад, к западу;
πρὸς δύσει и πρὸς ταῖς δύσεσι Polyb. — с запада -
2 παρηκω
1) простираться, тянуться(παρὰ τέν θάλασσαν Her.; π. πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ ποταμοῦ Thuc.)
2) достигать, доходить(πρὸς τὸ πλῆθός τινος Arst.)
εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου Plat. — до настоящего момента3) выходить(ἔνδοθεν στέγης ἔξω π. Soph.)
4) проходить, миноватьὁ παρήκων χρόνος Arst. — прошедшее время, прошлое
См. также в других словарях:
Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν … Deutsch Wikipedia